πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
προγονολατρία — Η π., που παρουσιάζεται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις εθνολογικού επιπέδου και σε πολλούς πολιτισμούς του παρελθόντος, εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, και αρχίζει από μία γενικού χαρακτήρα απονομή τιμών στον νεκρό, φτάνοντας σε μια πραγματική… … Dictionary of Greek
τοτέμ — Λέξη των Ερυθρόδερμων Ογκιμπουέι της Βόρειας Αμερικής, που χρησιμοποιείται ως όρος για τον χαρακτηρισμό ενός ορισμένου ζώου ή φυτού ή ενός στοιχείου της φύσης, με το οποίο το άτομο ή η ομάδα, όπως πιστεύουν, έχουν σχέση συγγένειας ή… … Dictionary of Greek