τοτεμικός

τοτεμικός
-ή, -ό, Ν [τοτέμ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τοτέμ
2. φρ. «τοτεμικός στύλος»
εθνολ. σκαλισμένος και ζωγραφισμένος κορμός δένδρου που κατασκεύαζαν και τοποθετούσαν κατακόρυφα οι Ινδιάνοι τής βορειοδυτικής ακτής τών ΗΠΑ και τού Καναδά, αντικείμενο που συνδεόταν με τη γενεαλογική γραμμή τής οικογένειας τού ιδιοκτήτη του και αποτελούσε σύμβολο ευημερίας τού τελευταίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • προγονολατρία — Η π., που παρουσιάζεται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις εθνολογικού επιπέδου και σε πολλούς πολιτισμούς του παρελθόντος, εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, και αρχίζει από μία γενικού χαρακτήρα απονομή τιμών στον νεκρό, φτάνοντας σε μια πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • τοτέμ — Λέξη των Ερυθρόδερμων Ογκιμπουέι της Βόρειας Αμερικής, που χρησιμοποιείται ως όρος για τον χαρακτηρισμό ενός ορισμένου ζώου ή φυτού ή ενός στοιχείου της φύσης, με το οποίο το άτομο ή η ομάδα, όπως πιστεύουν, έχουν σχέση συγγένειας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”